- πρωτογονισμός
- ο примитивность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτογονισμός — ο, Ν η κατάσταση τού πρωτόγονου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόγονος + ισμός*] … Dictionary of Greek